τσίγκος

τσίγκος
και τζίγκος, ο, και ζίγκος, Ν
κοινή ονομασία τού ψευδαργύρου καθώς και ορισμένων ενώσεών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zinco < γερμ. Ζινκ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσίγκος — ο (λ. ιταλ.), ο ψευδάργυρος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τσίγκος, Αθανάσιος — (Ελευσίνα 1914 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο της Αθήνας. Το 1946 πήγε στη Βραζιλία και συνεργάστηκε με Βραζιλιάνους αρχιτέκτονες για τη δημιουργία της νέας πρωτεύουσας της χώρας Μπραζίλια. Το… …   Dictionary of Greek

  • ζίγκος — ο βλ. τσίγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τσίγκος] …   Dictionary of Greek

  • ζιγκίτης — Ορυκτό οξείδιο ψευδαργύρου του τύπου ZnO. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα, βρίσκεται σε κοκκώδη χοντροκρυσταλλικά και φλοιώδη συσσωματώματα και σπάνια με τη μορφή κρυστάλλων. Έχει ειδικό βάρος 5,4 5,7, βαθύ κόκκινο χρώμα, αδαμαντοειδή λάμψη …   Dictionary of Greek

  • τζίγκος — ο, Ν βλ. τσίγκος …   Dictionary of Greek

  • τσίγκινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από τσίγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + κατάλ. ινος (πρβλ. χάλκ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκογράφημα — το, Ν τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + γράφημα (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκογράφος — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκογραφία — Η χρησιμοποίηση του ψευδαργύρου (αντί του χαλκού ή της πέτρας) στα διάφορα είδη της χαρακτικής και της λιθογραφίας. Στην τ. τα σχεδιάσματα γίνονται απευθείας στην πλάκα ή και μεταφέρονται σ’ αυτή από χημικό χάρτη. Με χημικά έπειτα μέσα… …   Dictionary of Greek

  • τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”